μαλάζω — μαλάζω, μάλαξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαλάζω — και μαλάσσω (AM μαλάσσω, Α αττ. τ. μαλάττω) 1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι ή με μηχανή 2. (σχετικά με μέταλλο) καθιστώ επεξεργάσιμο, μαλακώνω («ὁ σίδηρος ἐν τῷ πυρὶ μαλασσόμενος αὖθις ὑπὸ ψυχροῡ πυκνοῡται», Πλούτ.) 3. καταπραΰνω,… … Dictionary of Greek
αναμαλάσσω — (Α ἀναμαλάσσω) (Ν και μαλάζω) μαλάζω ξανά ή συνεχώς ή ελαφρά, μαλακώνω κάτι νεοελλ. 1. ζυμώνω με τα χέρια 2. (το θηλ. τής παθ. μτχ.) η αναμαλαγμένη η γυναίκα που χαϊδεύτηκε ερωτικά από πολλούς … Dictionary of Greek
-γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… … Dictionary of Greek
μάλαγμα — το (AM μάλαγμα) [μαλάσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαλάζω, η μάλαξη, το μαλάκωμα νεοελλ. πλέγμα από σχοινιά που κρέμεται στα πλάγια μέρη τού πλοίου για να εμποδίζει τις ζημιές που μπορούν να προκληθούν από πρόσκρουση σε άλλα πλοία ή στις… … Dictionary of Greek
μαλάσσω — (AM μαλάσσω, Α. αττ. τ. μαλάττω) βλ. μαλάζω … Dictionary of Greek
μαλακιάζω — (Μ) μαλάζω, χαϊδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + κατάλ. ιάζω] … Dictionary of Greek
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek
μαλακώνω — (Α μαλακῶ, όω, Μ μαλακώνω) [μαλακός] μαλάζω, κάνω κάτι ευμάλακτο νεοελλ. 1. ανακουφίζω, καταπραΰνω («το φάρμακο αυτό μού μαλάκωσε τον πόνο») 2. (για πρόσ.) κατευνάζω, ηρεμώ («μόλις έβαλα τα κλάματα τόν μαλάκωσα και άρχισε τη συζήτηση») 3. γίνομαι … Dictionary of Greek
προαναμαλάσσω — Α μαλακώνω κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναμαλάσσω «μαλάζω, μαλακώνω»] … Dictionary of Greek